habitat |
(ενδιαίτημα) Το συγκεκριμένο περιβάλλον (δάσος, έρημος, βάλτος) στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ένας οργανισμός.
The specific environment (woods, desert, swamp) in which an organism lives. |
Hadley cell |
(δακτύλιος του Hadley) Ένα σύστημα κάθετης και οριζόντιας ανακυκλοφορίας του αέρα που κυριαρχεί στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές και δημιουργεί έντονα καιρικά φαινόμενα.
A system of vertical and horizontal air circulation predominating in tropical and subtropical regions and creating major weather patterns. |
halocarbon |
(αλογονωμένος υδρογονάνθρακας) |
halogen |
(αλογόνο: F, Cl, Br, I) |
heavy metals |
(βαρέα μέταλλα) Οποιοδήποτε από τα μέταλλα με μοριακό βάρος μεγαλύτερο από το 40 (ανώτερο του ασβεστίου, Ca), όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος, το κάδμιο και ο ψευδάργυρος. Όλα τα βαρέα μέταλλα μπορεί να είναι σημαντικοί ρύποι στο νερό ή στο έδαφος επειδή είναι τοξικά σε σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις και έχουν την τάση να βιοσυσσωρεύονται.
Any of the high-atomic-weight metals, such as lead, mercury, cadmium, and zinc. All may be serious pollutants in water or soil because they are toxic in relatively low concentrations and they tend to bioaccumulate. |
hemlock |
(κωνοφόρο έλατο) Ένα αειθαλές δέντρο με σκληρό ξύλο, αυτόχθονο της Βόρειας Αμερικής, το οποίο φυτεύεται σαν διακοσμητικό και υλοτομείται για την πολύτιμη ξυλεία.
A hardy evergreen tree, grown as an ornamental and for its valuable lumber, native to North America. |
herbicides |
(ζιζανιοκτόνα) Χημικά παρασκευάσματα που χρησιμοποιούνται για να θανατώσουν ή για να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη ανεπιθύμητων φυτών (ζιζανίων) σε μια καλλιέργεια.
A chemical used to kill or inhibit the growth of undesired plants. |
herbivore |
(φυτοφάγο ζώο) Ένα ζώο όπως ο λαγός ή το ελάφι, ο οποίος τρέφεται κυρίως με πράσινα φυτά ή φυτικά προϊόντα όπως καρποί ή σπόροι. Ένας τέτοιος οργανισμός λέγεται φυτοφάγος (Συνώνυμο: καταναλωτής 1ης τάξης - primary consumer)
An organism such as a rabbit or deer that feeds primarily on green plants or plant products such as seeds or nuts. Such an organism is said to be herbivorous. (Synonym: primary consumer) |
heterotroph |
(ετερότροφος) Οποιοσδήποτε οργανισμός που καταναλώνει οργανική ύλη για να παράγει την ενέργεια που χρειάζεται.
Any organism that consumes organic matter as a source of energy. Such an organism is said to be heterotrophic. |
hormone |
(ορμόνη) Φυσικές χημικές ουσίες που ελέγχουν την ανάπτυξη, τη φυσιολογία και τη συμπεριφορά ενός οργανισμού. Οι ορμόνες παράγονται εσωτερικά και επηρεάζουν μόνο το ίδιο άτομο που τις παράγει. Ορμόνες χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση των παρασίτων. Για παράδειγμα, για την καταπολέμηση εντόμων- εχθρών μιας καλλιέργειας - έχουν χρησιμοποιηθεί φερομόνες (θηλυκές ορμόνες) που προσελκύουν τα αρσενικά έντομα σε μια παγίδα. Έτσι τα αρσενικά εγκλωβίζονται στην παγίδα και τα θηλυκά μένουν αγονιμοποίητα, οπότε η επόμενη γενεά των εντόμων θα είναι πολύ μικρή σε αριθμό ώστε να συνιστά κίνδυνο για την καλλιέργεια.
Natural chemical substances that control the development, physiology and behavior of an organism. Hormones are produced internally and affect only the individual organism. Hormones are coming into use in pest control. |
host |
(ξενιστής) Στις τροφικές σχέσεις, ιδιαίτερα στον παρασιτισμό, αναφέρεται στον οργανισμό που παρέχει τροφή στο παράσιτο (βλέπε επίσης parasite)
In feeding relationships, particularly parasitism, refers to the organism that is being fed upon (i.e., the organism that is supporting the feeder) (See also parasite) |
humidity |
(υγρασία) Η ποσότητα των υδρατμών που περιέχει ο αέρας (βλέπε επίσης relative humidity - σχετική υγρασία)
The amount of water vapor in the air. (See also relative humidity) |
humus |
(χούμος) Οργανική ύλη σε προχωρημένο βαθμό αποσύνθεσης. Έχει σκούρο καφέ ή μαύρο χρώμα, μαλακιά σπογγώδη υφή, συγκρατεί πολύ νερό (υδροφιλία) και αποτελείται από πολύ μικρά τεμαχίδια (κολλοειδή), συχνά ενωμένα με τα ανόργανα κολλοειδή του εδάφους (άργιλο -clay). Έχει περίσσεια αρνητικών φορτίων με αποτέλεσμα να έχει την ικανότητα να συγκρατεί κατιόντα από το εδαφικό διάλυμα. Έτσι περιορίζει την απόπλυση θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος, ενώ παράλληλα τα θρεπτικά αυτά στοιχεία είναι διαθέσιμα στα φυτά. Ο χούμος οξειδώνεται ωστόσο, αλλά με σχετικά αργό ρυθμό. Είναι πολύτιμος γιατί βελτιώνει τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του εδάφους.
A dark brown or black, soft, spongy, residue of organic matter that remains after the bulk of dead leaves, wood, or other organic matter has decomposed. Humus does oxidize, but relatively slowly. It is extremely valuable in enhancing the physical and chemical properties of soil. |
hurricane |
(τυφώνας) Όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τους τροπικούς κυκλώνες της Καραϊβικής. Κατά προέκταση, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται σε όλους τους τροπικούς κυκλώνες στους οποίους ο άνεμος έχει εξαιρετική βιαιότητα? κατά σύμβαση, σε άνεμο έντασης 12 μποφόρ. Οι τυφώνες των δυτικών Ινδιών, του Δυτικού Ειρηνικού ωκεανού και οι κυκλώνες του κόλπου της Βεγγάλης είναι ουσιαστικά το ίδιο φαινόμενο.
Term first applied to tropical cyclones of the Caribbean Sea. By extension, to any tropical cyclone in which the wind attains great violence; by convention, to a wind of force 12 on the Beaufort scale; Hurricanes of the West Indies, Western Pacific typhoons and Bay of Bengal cyclones are essentially the same phenomenon. |
hydrocarbons |
(υδατάνθρακες, CνΗ2νΟν) Ο όρος υδατάνθρακας σημαίνει νερό του άνθρακα και πηγάζει από την αναλογία δύο προς ένα του υδρογόνου προς το οξυγόνο, ίδια μ’ αυτή που υπάρχει και στο νερό (H2O). Όταν ένα μόριο υδατάνθρακα περιέχει τρία έως επτά άτομα άνθρακα ονομάζεται μονοσακχαρίτης. Η γλυκόζη (C6H12O6) είναι ο πιο διαδεδομένος μονοσακχαρίτης. Υδατάνθρακες που τα μόριά τους προκύπτουν από την ένωση δύο μονοσακχαριτών ονομάζονται δισακχαρίτες. Η σακχαρόζη (κοινή ζάχαρη) είναι ένας δισακχαρίτης που αποτελείται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο φρουκτόζης. Υδατάνθρακες με πολλές όμοιες μονάδες σακχάρων λέγονται πολυσακχαρίτες που περιλαμβάνουν το γλυκογόνο, τις κυτταρίνες και το άμυλο. |
hydroelectric dam |
(υδροηλεκτρικό φράγμα) Ένα φράγμα, με μια μεγάλη δεξαμενή (ταμιευτήρα) που το συνοδεύει, στην οποία αποθηκεύονται μεγάλες ποσότητες νερού. Το φράγμα αυτό έχει κοντά στον πυθμένα ένα άνοιγμα απ’ όπου επιτρέπεται η ροή του νερού υψηλής πίεσης που συγκρατείται πίσω από το φράγμα. Ο ροή του νερού δίνει κίνηση σε έναν υδροστρόβιλο και έτσι η μηχανική ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια.
A dam and an associated reservoir used to produce electrical power by letting the high-pressure water behind the dam flow through and drive a turbogenerator. |
hydrofluorocarbons |
(υδροφθοράνθρακες) Υδρογονάνθρακες στους οποίους κάποια άτομα υδρογόνου (H) έχουν αντικατασταθεί από άτομα φθορίου (F). |
hydrologic cycle |
(υδρολογικός κύκλος) Η κυκλική κίνηση του νερού που ξεκινάει από τα σημεία εξάτμισης, μεταφέρεται στην ατμόσφαιρα, καταλήγει στην επιφάνεια της γης δια μέσου των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων και επιστρέφει, δια μέσου της διήθησης στο έδαφος ή των επιφανειακών απορροών, στα σημεία εξάτμισης.
The movement of water from points of evaporation, through the atmosphere, through precipitation, and through or over the ground, returning to points of evaporation. |
hydroxyl radical |
(ρίζα υδροξυλίου, ΟΗ-) |