land subsidence |
(υποχώρηση εκτάσεων γης) Το σταδιακό βούλιαγμα εκτάσεων γης. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να προέλθει λόγω της άντλησης υπόγειων υδάτων ή πετρελαίου, που συχνά είναι σημαντικά και για το λόγο ότι στηρίζουν το υπερκείμενο πέτρωμα και το έδαφος.
The gradual sinking of land. The condition may result from the removal of groundwater or oil, which is frequently instrumental in supporting the overlying rock and soil. |
landfill |
(Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων - Χ.Υ.ΤΑ.) Μια τοποθεσία όπου αστικά, βιομηχανικά ή χημικά απόβλητα διαθέτονται μέσω της ταφής τους στο έδαφος ή τοποθετώντας τα πάνω στο έδαφος και σκεπάζοντάς τα με χώμα.
Site where municipal, industrial, or chemical wastes are disposed of by burying them in the ground or placing them on the ground and covering them with earth. |
latitude |
(γεωγραφικό πλάτος) Η γωνιακή απόσταση βόρεια ή νότια του ισημερινού που μετριέται σε μοίρες.
The angular distance north or south of the earth's equator, measured in degrees. |
leachate |
(στραγγίσματα) Το μίγμα νερού και υλικών που στραγγίζουν από ένα απορροφητικό μέσο (π.χ. το έδαφος) λόγω του κορεσμού του τελευταίου σε υγρασία.
Τhe mixture of water and materials that are leaching. |
leaching |
(στράγγιση) Η διαδικασία στην οποία ουσίες που βρίσκονται μέσα ή πάνω στο έδαφος διαλυτοποιούνται σταδιακά και μεταφέρονται από το νερό που διηθείται δια μέσου του εδάφους. Η στράγγιση μπορεί τελικά να απομακρύνει πολύτιμα θρεπτικά από το έδαφος ή μπορεί να μεταφέρει θαμμένα απόβλητα στα υπόγεια ύδατα, με συνέπεια τη μόλυνση των τελευταίων.
The process in which materials in or on the soil gradually dissolve and are carried by water seeping through the soil. Leaching may eventually remove valuable nutrients from the soil, or it may carry buried wastes into groundwater, thereby contaminating it. |
limestone |
(ασβεστόλιθος) Ένα στρωματοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο το ορυκτό ασβεστίτης (ανθρακικό ασβέστιο, CaCO3).
Α stratified rock consisting principally of the mineral calcite (calcium carbonate). |
loam |
(πηλώδες έδαφος) Έδαφος που αποτελείται από ένα μίγμα περίπου 40% σε άμμο, 40% σε ιλύ και 20% σε άργιλο.
A solid consisting of a mixture of about 40% sand, 40% silt, and 20% clay. |