magnesium salts |
(άλατα μαγνησίου) |
mammal |
(θηλαστικό) Οποιοδήποτε από τα διάφορα σπονδυλωτά ζώα της κλάσης Mammalia, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου.
Any of various vertebrate animals of the class Mammalia, including humans. |
maple |
(σφένδαμος) Οποιοδήποτε από τα πολυπληθή φυλλοβόλα δέντρα ή θάμνους του γένους Acer της Βόρειας Εύκρατης Ζώνης, που έχουν αντίθετα, συνήθως παλαμόνευρα φύλλα και παράγουν φρούτα με μακριά πτερύγια, ενωμένα σε ζεύγη.
Any of numerous deciduous trees or shrubs of the genus Acer of the North Temperate Zone, having opposite, usually palmate leaves and long-winged fruits borne in pairs. |
megafauna |
(μεγαπανίδα) Ογκώδη ή σχετικά ογκώδη ζώα, μιας συγκεκριμένης περιοχής ή μιας συγκεκριμένης περιόδου, που θεωρούνται σαν ομάδα.
Large or relatively large animals, as of a particular region or period, considered as a group. |
mesosphere |
(μεσόσφαιρα) Το στρώμα της ατμόσφαιρας που ξεκινάει περίπου από τα 30 km και φτάνει έως τα 80 km περίπου πάνω από την επιφάνεια της γης και χαρακτηρίζεται από θερμοκρασίες που μειώνονται από +10°C στους -90°C καθώς μεγαλώνει το υψόμετρο.
The portion of the atmosphere from about 30 to 80 km above the earth's surface, characterized by temperatures that decrease from 10°C to -90°C with increasing altitude. |
methane |
(μεθάνιο, CH4) Ένα αέριο. Το μεθάνιο είναι το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου και είναι επίσης προϊόν της αναερόβιας χώνευσης οργανικής ύλης από μικρόβια. Το μεθάνιο είναι ένα από τα αέρια του θερμοκηπίου.
A gas. Methane is the primary constituent of natural gas and is also a product of fermentation by microbes. Methane is one of the greenhouse gases. |
methyl bromide |
(βρωμιούχο μεθύλιο, CHBr3) |
methyl chloroform |
(χλωροφόρμιο, CHCl3) |
moisture |
(σταγονίδια νερού σε επιφάνεια ή στον αέρα) 1. Υγρότητα που μπορεί να γίνει αντιληπτή σαν υδρατμός στην ατμόσφαιρα ή σαν σταγονίδια νερού στις επιφάνειες αντικειμένων? 2. Η κατάσταση ή η ποιότητα του να είναι κάποιο μέσο νοτισμένο (βρεγμένο).
a. Diffuse wetness that can be felt as vapor in the atmosphere or condensed liquid on the surfaces of objects; dampness, b. The state or quality of being damp. |
monsoon |
(μουσώνας) Άνεμος που δημιουργείται από τη γενική κυκλοφορία της ατμόσφαιρας. Χαρακτηρίζεται από την εποχιακότητα εμφάνισής του με συγκεκριμένη κατεύθυνση στην οποία πνέει και από μια φανερή αλλαγή σε αυτήν την κατεύθυνση από τη μια εποχή στην άλλη.
Wind of the general circulation of the atmosphere, typified by the seasonal persistence of a given wind direction and by a pronounced change in this direction from one season to another; |
Montreal Protocol |
(Πρωτόκολλο του Montreal) Μια συμφωνία που πραγματοποιήθηκε το 1987 από μια μεγάλη ομάδα κρατών για την μείωση της παραγωγής χλωροφθορανθράκων κατά 50% έως το έτος 2000 έτσι ώστε να προστατευτεί το φίλτρο του όζοντος της στρατόσφαιρας. Μια τροποποίηση που έγινε το 1990 ζήτησε την οριστική κατάργηση αυτών των χημικών μέχρι το έτος 2000 για τα ανεπτυγμένα κράτη και μέχρι το 2010 για τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη.
An agreement made in 1987 by a large group of nations to cut back the production of chlorofluorocarbons by 50% by the year 2000 in order to protect the ozone shield. A 1990 amendment called for the complete phaseout of these chemicals by 2000 in developed nations and by 2010 in less developed nations. |