Νομοθεσία
Διεργασίες
Πρότυπα
Βέλτιστες Πρακτικές
Χρήσιμες Επαφές
Ορολογία
Συχνές Ερωτήσεις
Ομάδα Εργασίας
Επικοινωνήστε
Συνδέσεις
Πείτε μας την άποψή σας για το Envirohelp.gr
Διαβάστε τους όρους χρήσης και την αποποίηση ευθύνης

Αρχική Σελίδα

Ορολογία- Ο

oil field

(κοίτασμα πετρελαίου) Η υπόγεια έκταση η οποία περιέχει ποσότητες πετρελαίου που είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμες.

 

The underground area in which exploitable oil is found.

oil sand

(πετρελαιοφόρος αμμόλιθος) Ιζηματογενές πέτρωμα που περιέχει bitumen, ένα μίγμα υδρογονανθράκων σε μορφή πίσσας που μπορεί να γίνει οικονομική εκμετάλλευσή του υπό ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες.

 

Sedimentary material containing bitumen, a tarlike hydrocarbon that is subject to exploitation under favorable economic conditions.

oligotrophic

(ολιγοτροφική) Αναφέρεται σε μια μάζα νερού: Φτωχή σε θρεπτικά στοιχεία και ως εκ τούτου ανίκανη να υποστηρίξει μεγάλες συγκεντρώσεις φυτοπλαγκτού.

 

Nutrient poor and hence unable to support much phytoplankton (said of a body of water).

omnivore

(παμφάγο ζώο) Ένα ζώο που τρέφεται τόσο με φυτικές ύλες όσο και με άλλα ζώα.

 

An animal that on both plant material and other animals.

organic chemical

(οργανική χημική ουσία) Μια ουσία με ενώσεις του άνθρακα (άλλες εκτός από απλά άλατα όπως τα ανθρακικά άλατα)

 

A substance of carbon compounds (other than simple salts such as carbonates)

organic compounds

(οργανικές ενώσεις) Κλασικός ορισμός: Όλα τα προϊόντα που παράγονται αποκλειστικά από ζωντανούς οργανισμούς. Χημικός ορισμός: Όλες οι χημικές ενώσεις ή τα μόρια, φυσικά ή συνθετικά, τα οποία περιέχουν άτομα άνθρακα σαν αναπόσπαστο τμήμα της μοριακής τους δομής. (Σε αντίθεση με τις ανόργανες ενώσεις - inorganic compounds)

 

Classical definition: All living things and products that are uniquely produced by living things Chemical definition: All chemical compounds or molecules, natural or synthetic, that contain carbon atoms as an integral part of their molecular structure. (Contrast inorganic compounds)

organic matter

(οργανική ύλη) Υλικά που συγκροτούν τα σώματα των έμβιων όντων και υλικά τα οποία είναι ειδικά προϊόντα των ζωντανών οργανισμών. Βλέπε επίσης inorganic chemical (ανόργανη χημική ένωση).

 

Materials that make up the bodies of living organisms and materials that are specific products of living organisms. See also inorganic chemical.

osmosis

(όσμωση) Το φαινόμενο κατά το οποίο το νερό διαχέεται μέσω μιας ημιπερατής μεμβράνης από ένα διάλυμα μικρότερης συγκέντρωσης (σε διαλυμένα συστατικά) προς ένα διάλυμα υψηλότερης συγκέντρωσης. Η όσμωση έχει ιδιαίτερη επίδραση στα εδάφη με αυξημένη συγκέντρωση διαλυτών αλάτων, όπου τα φυτά είναι ανίκανα να αναπτυχθούν καθώς η οσμωτική πίεση του εδαφικού διαλύματος είναι υψηλότερη από εκείνη των κυττάρων των ριζών με συνέπεια την απώλεια νερού ή την δυσκολία απορρόφησης νερού και θρεπτικών από τα κύτταρα των ριζών (στρες του φυτού).

 

The phenomenon whereby water diffuses through a semipermeable membrane toward an area where there is more material in solution.Osmosis has particular application in the salinization of those soils in which plants are unable to grow because of osmotic water loss.

overcultivation

(υπερεντατική καλλιέργεια) Η εκμετάλλευση του εδάφους με τη συνεχή καλλιέργεια (συνήθως ενός) φυτικών ειδών, με έντονους ρυθμούς χρήσης εισροών (π.χ. νερό άρδευσης, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, μηχανήματα) ώστε να αποφέρει υψηλές σοδειές. Ωστόσο η έντονη αυτή εκμετάλλευση του εδάφους  οδηγεί στην υποβάθμιση της ποιότητας του τελευταίου (π.χ. μείωση της οργανικής ουσίας του εδάφους, συμπίεση του εδάφους, κλπ), οδηγώντας σταδιακά στην μείωση της γονιμότητας και της παραγωγικότητας του εδάφους. Οι μειώσεις των αποδόσεων (παραγωγικότητας) οφείλονται συχνά στο ότι υπάρχουν πολλά έντομα και ασθένειες που προσβάλλουν ορισμένα φυτικά είδη όταν αυτά καλλιεργούνται συνεχώς στο ίδιο χωράφι.

 

The practice or repeated cultivation and growing of crops more rapidly than the soil can regenerate, leading to a decline in soil quality and productivity.

overgrazing

(υπερβόσκηση) Συμβαίνει όταν ο αριθμός των ζώων που βόσκουν σε μια περιοχή (και κατά συνέπεια οι ανάγκες σε βιομάζα για την κάλυψη των τροφικών τους αναγκών) ξεπερνούν την φέρουσα ικανότητα της γης να καλύπτει αυτές τις ανάγκες μακροπρόθεσμα. Αρχικά μπορεί να υπάρχει οικονομικό κέρδος, αλλά μακροπρόθεσμα ο βοσκότοπος (ή άλλο οικοσύστημα) καταστρέφεται και η ικανότητά του να στηρίζει την ζωή μειώνεται δραματικά.

 

The phenomenon of animals’ grazing in greater numbers than the land can support in the long term. There may be a temporary economic gain in the short term, but the grassland (or other ecosystem) is destroyed, and its ability to support life in the long term is vastly diminished.

oxyphilic

Βλέπε acidophilic (οξύφιλος)