parasites |
(παράσιτα) Οργανισμοί (φυτά, ζώα, μικρόβια) που προσκολλώνται σε έναν άλλο οργανισμό, τον ξενιστή, και τρέφονται από αυτόν για μια χρονική περίοδο χωρίς να τον σκοτώνουν άμεσα, αλλά συνήθως κάνοντάς του ζημιά.
Organisms (plant, animal, or microbial) that attach themselves to another organism, the host, and feed on it over a period of time without killing it immediately, but usually doing harm to it. |
pasture |
(βοσκότοπος) Έκταση γης που αποδίδεται για τη βόσκηση εξημερωμένων ζώων.
Ground which is set aside for use by domestic grazing animals. |
pathogen |
(παθογόνο) Ένας οργανισμός, συνήθως ένα μικρόβιο, που είναι ικανό να προκαλέσει μια ασθένεια (νόσο) σε έναν άλλο οργανισμό. Ένας τέτοιος οργανισμός ονομάζεται παθογόνος ή νοσογόνος (pathogenic).
An organism, usually a microbe, that is capable of causing disease. Such an organism is said to pathogenic. |
percolation |
(διήθηση του νερού) Η διαδικασία κατά την οποία το νερό στραγγίσει προς τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους με τη βοήθεια της βαρύτητας δια μέσου των σχισμών και των πόρων του εδάφους.
The process of water seeping downward through cracks and pores in soil or rock. |
permafrost |
(μονίμως παγωμένο υπέδαφος) Το τμήμα του υπεδάφους στις αρκτικές περιοχές που παραμένει μονίμως παγωμένο σε όλη τη διάρκεια του έτους. Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την τούνδρα, καθώς μόνο μικρά ποώδη φυτά μπορούν να αναπτυχθούν στα επιφανειακά στρώματα του εδάφους, τα οποία λιώνουν το καλοκαίρι.
The ground of arctic regions that remains permanently frozen. Defines tundra, since only small herbaceous plants can be sustained on the thin layer of soil that thaws each summer. |
pest |
(παράσιτο) Στη γεωργία: ιός, μικρόβιο, φυτό ή ζώο (π.χ. έντομο) που καταστρέφει τα φυτά, φυτοπαράσιτο. Στην κτηνοτροφία (και στον άνθρωπο): ιός, μικρόβιο ή ζώο που είναι παθογόνο. Γενικά, παράσιτο ονομάζεται οποιοσδήποτε οργανισμός που είναι ενοχλητικός, καταστροφικός ή ανυπόφορος.
Any organism that is noxious, destructive, or troublesome; usually an agricultural pest. |
pesticide |
(παρασιτοκτόνο) Χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση (θανάτωση) των παρασίτων. Τα παρασιτοκτόνα κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τα είδη των παρασίτων τα οποία προορίζονται να καταπολεμήσουν - για παράδειγμα τα ζιζανιοκτόνα (herbicides) σκοτώνουν φυτά - ζιζάνια, τα εντομοκτόνα (insecticides) σκοτώνουν τα έντομα, τα μυκητοκτόνα (fungicides) σκοτώνουν τους μύκητες, κ.ο.κ.
A chemical used to kill pests. Pesticides are further categorized according to the pests they are designed to kill - for example, herbicides kill plants, insecticides kill insects, fungicides kill fungi, and so on. |
pH |
(ενεργότητα ιόντων υδρογόνου, πε-χά) Κλίμακα μέτρησης που χρησιμοποιείται για να καθορίσει το πόσο όξινο ή πόσο βασικό είναι ένα διάλυμα ή το έδαφος (εδαφικό διάλυμα). Εκφράζεται ως ο αρνητικός δεκαδικός λογάριθμος της συγκέντρωσης κατιόντων υδρογόνου στο διάλυμα (pH = -log{H+}). Αντίστοιχα υπάρχει και το pOH (pOH = -log{OH-}). Διαλύματα με τιμή pH=7 (δηλαδή συγκέντρωση H+ ίση προς 10-7 gr-ions/lt) είναι ουδέτερα? αυτό έχει προκύψει από τη σταθερά διάστασης του καθαρού νερού: (Η2Ο Η+ + ΟΗ-, ΚΗ2Ο, 25 oC = {H+}{OH-} = 10-14). Tιμές pH μικρότερες από 7 δηλώνουν ότι το διάλυμα είναι όξινο (υπερισχύουν τα υδρογονοκατιόντα, H+ έναντι των υδροξυλιοανιόντων, ΟΗ-), ενώ τιμές pH μεγαλύτερες από 7 δηλώνουν ότι το διάλυμα είναι βασικό (ή αλκαλικό) δηλαδή, υπερισχύουν τα υδροξυλιοανιόντα, ΟΗ- έναντι των υδρογονοκατιόντων, H+). Παρατήρηση: η έννοια του pH δεν νοείται χωρίς την παρουσία νερού. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να μετρήσουμε το pH του εδάφους, αλλά το pH του εδαφικού διαλύματος.
Scale used to designate the acidity or basicity (alkalinity) of solutions or soil, expressed as the logarithm of the concentration of hydrogen ions. pH 7 is neutral; values decreasing from 7 indicate increasing acidity, values increasing from 7 increasing basicity. |
phosphate |
(φωσφορικό ιόν) Ένα ιόν που αποτελείται από ένα άτομο φωσφόρου που σχηματίζει δεσμούς με 4 άτομα οξυγόνου. Ο χημικός του τύπος είναι PO4-3. Είναι ένα σημαντικό θρεπτικό συστατικό των φυτών. Στα υδατικά οικοσυστήματα είναι συνήθως ο περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη των φυτών? ως εκ τούτου, προσθήκες φωσφορικών σε υδάτινους αποδέκτες είναι συχνά η αιτία της απότομης αύξησης των πληθυσμών (συνήθως) φυτοπλαγκτονικών αλγών (algal bloom).
An ion composed of a phosphorus atom with four oxygen atoms attached. Denoted PO43-, phosphate is an important plant nutrient. In natural waters, it is frequently the limiting factor; therefore, additions of phosphate to natural water are often responsible for algal blooms. |
photochemical breakdown |
(φωτοχημική διάσπαση) Η διάσπαση χημικών ενώσεων που οφείλεται στην επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας.
The breakdown of chemical compounds due to solar radiation. |
photochemical smog |
(φωτοχημικό νέφος) Μια αραιά ομίχλη με καφέ χρώμα που συχνά σχηματίζεται σε ηλιόλουστες ημέρες πάνω από μεγάλες πόλεις, στις οποίες υπάρχει έντονη κυκλοφοριακή κίνηση οχημάτων. Το φωτοχημικό νέφος προκύπτει κυρίως από χημικές αντιδράσεις που προκαλούνται ανάμεσα σε ρύπους όπως τα οξείδια του αζώτου και οι υδρογονάνθρακες με την επίδραση του ηλιακού φωτός. Οι ρύποι αυτοί προέρχονται κυρίως από τα καυσαέρια που βγαίνουν από τις εξατμίσεις των οχημάτων.
The brownish haze that frequently forms on otherwise clear, sunny days over large cities with significant amounts of automobile traffic. Photochemical smog results largely from sunlight-driven chemical reactions among nitrogen oxides and hydrocarbons, both of which come primarily from auto exhausts. |
photosynthesis |
(φωτοσύνθεση) Η χημική διαδικασία που πραγματοποιείται στα πράσινα τμήματα των φυτών μέσω της οποίας αξιοποιείται η ενέργεια του ορατού φάσματος της ηλιακής ακτινοβολίας για να συντεθεί γλυκόζη από πρωτογενή υλικά όπως το διοξείδιο του άνθρακα και το νερό. Κατά τη φωτοσύνθεση παράγεται οξυγόνο σαν παραπροϊόν, το οποίο απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα.
The chemical process carried on by green plants through which light energy is used to produce glucose from carbon dioxide and water. Oxygen is released as a by-product. |
phytoplankton |
(φυτοπλαγκτόν) Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα είδη φωτοσυνθετικών μικροοργανισμών που αποτελούνται από ένα και μοναδικό κύτταρο (μονοκύτταροι οργανισμοί) ή από μικρές ομάδες κυττάρων και τα οποία ζουν και αναπτύσσονται αιωρούμενα ελεύθερα κοντά στην επιφάνεια υδάτινων μαζών.
Any of the many species of photosynthetic microorganisms that consist of single cells or small groups of cells that live and grow freely suspended near the surface in bodies of water. |
pine |
(πεύκο) Οποιοδήποτε από τα διάφορα αειθαλή δέντρα του γένους Pinus, τα οποία έχουν δεσμίδες βελονοειδών φύλλων και παράγουν ξυλώδεις κώνους που περιέχουν σπέρματα. Τα δέντρα αυτά καλλιεργούνται για διακόσμηση χώρων, για σκιά, καθώς και για παραγωγή ξυλείας και ρετσινιού (κολλώδης παχύρρευστη ρητίνη που εκκρίνεται από τα ξυλώδη τμήματα -κορμός, κλαδιά). Το ρετσίνι έχει διάφορες χρήσεις όπως π.χ. για την παραγωγή κρασιού (ρετσίνας), για την παραγωγή οργανικών διαλυτών (τερεβινθέλαιο ή νέφτι), κλπ.
Any of various evergreen trees of the genus Pinus, having fascicles of needle-shaped leaves and producing woody, seed-bearing cones. These trees are widely cultivated for ornament and shade and for their timber and resinous sap, which yields turpentine and pine tar. |
planetary albedo |
(ανακλαστικότητα του πλανήτη) Η αντανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας πίσω στο διάστημα, η οποία οφείλεται στην νεφοκάλυψη και η οποία συνεισφέρει στην ψύξη της ατμόσφαιρας.
The reflection of solar radiation back into space due to cloud cover, contributing to cooling of the atmosphere. |
point sources |
(σημειακές πηγές) Συγκεκριμένα σημεία προέλευσης ρύπων όπως το αποχετευτικό δίκτυο των εργοστασίων ή οι εκροές από μονάδες επεξεργασίας των αστικών λυμάτων. (Σε αντίθεση με τις μη σημειακές πηγές - non point sources)
Specific points of origin of pollutants, such as factory drains or outlets from sewage-treatment plants. (Contrast nonpoint sources) |
pollination |
(επικονίαση) Η απόθεση γύρης στον υποδοχέα του θηλυκού άνθους, το στίγμα. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει η επικονίαση όπως π.χ. με τη μεταφορά της γύρης μέσω του ανέμου (ανεμοεπικονίαση), μέσω του νερού (υδροεπικονίαση) και μέσω των ζώων (π.χ. από έντομα, νυχτερίδες, πουλιά).
The deposition of pollen on the receptive part of the female flower or strobilus. |
pollution |
(ρύπανση) Η επιβάρυνση του αέρα, του νερού ή του εδάφους με ανεπιθύμητες ποσότητες ουσιών ή ενέργειας. Η ουσίες αυτές μπορεί να είναι φυσικής προέλευσης όπως τα φωσφορικά ιόντα, σε υψηλές συγκεντρώσεις, ή μπορεί να είναι πολύ μικρές συγκεντρώσεις από μια συνθετική ένωση όπως η διοξίνη, η οποία είναι εξαιρετικά τοξική. Ενέργεια μπορεί να είναι π.χ. η θερμότητα, η ραδιενέργεια ή ο θόρυβος (ηχορύπανση). Γενικά ρύπανση μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε μεταβολή του φυσικού περιβάλλοντος που προκαλεί μια κατάσταση επιβλαβή για τους ζωντανούς οργανισμούς. Η ρύπανση μπορεί να προκύψει από φυσικά αίτια, όπως όταν η έκρηξη ενός ηφαιστείου απελευθερώνει SO2, αλλά ο όρος συνήθως αναφέρεται σε αρνητικές επιδράσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Contamination of air, water, or soil with undesirable amounts of material or heat. The material may be a natural substance, such as phosphate, in excessive quantities, or it may be very small quantities of a synthetic compound such as dioxin, which is exceedingly toxic. |
population |
(πληθυσμός) Μια ομάδα ατόμων του ίδιου είδους της οποίας τα μέλη μπορούν και αναπαράγονται ελεύθερα μεταξύ τους.
A group within a single species whose individuals can and do freely interbreed. |
porosity |
(πορώδες) Ως πορώδες του εδάφους θεωρείται το εκατοστιαίο ποσοστό του όγκου του σε φυσική (αδιατάρακτη) κατάσταση, το οποίο δεν καταλαμβάνεται από συμπαγή στερεά υλικά (οργανικά ή ανόργανα). Για παράδειγμα το πορώδες ενός εδάφους μπορεί να είναι 40%, δηλαδή τα κενά (πόροι) του εδάφους που καταλαμβάνονται από αέρα και από νερό αντιπροσωπεύουν το 40% του συνολικού όγκου του εδάφους.
An index of the void characteristics of a soil or stratum as pertaining to percolation; degree of previousness. |
precipitation |
(ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις ή ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα) Οποιαδήποτε μορφή προϊόντων συμπύκνωσης των υδρατμών στην ατμόσφαιρα (βροχή, χιόνι, χαλάζι) που πέφτουν στη γη.
Any form of moisture condensing in the air and depositing on the ground. |
predator |
(θηρευτής) Ένα ζώο που τρώει κάποιον άλλο ζωντανό οργανισμό, είτε φυτό είτε ζώο (βλέπε επίσης predator-prey relationship παρακάτω).
An animal that feeds on an other living organism, either plant or animal. (See also predator-prey relationship) |
predator-pray relationship |
(σχέση θηρευτή-θηράματος) Μια τροφική σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο ειδών οργανισμών. Ο θηρευτής είναι το ζώο που τρώει το θήραμα. Τέτοιες σχέσεις συχνά παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον έλεγχο των πληθυσμών των φυτοφάγων ζώων.
A feeding relationship existing between two kinds of organisms. The predator is the animal feeding on the pray. Such relationships are frequently instrumental in controlling populations of herbivores. |
preliminary treatment |
(προεπεξεργασία) Για τις μονάδες επεξεργασίας των αστικών λυμάτων: Η αφαίρεση των ογκωδών αντικειμένων και της άμμου με εσχάρωση και εξάμμωση. Η εσχάρωση είναι μέθοδος αφαίρεσης των ογκωδών υλικών που επιτυγχάνεται με την παρεμβολή μιας σχάρας (ή ενός κόσκινου) κάθετα στο κανάλι μεταφοράς των λυμάτων. Η εξάμμωση είναι η μέθοδος αφαίρεσης της άμμου που επιτυγχάνεται με την κατασκευή μιας δεξαμενής καθίζησης που επιτρέπει στην άμμο να κατακαθίσει.
The removal of debris and grit from wastewater by passing the water through a coarse screen and a grit-settling chamber. |
primary consumer |
(καταναλωτής 1ης τάξης) Ένας οργανισμός, όπως ένας λαγός ή ένα ελάφι, ο οποίος τρέφεται κυρίως με πράσινα φυτά ή φυτικά προϊόντα όπως καρποί ή σπόροι. (Συνώνυμο: φυτοφάγο ζώο - herbivore)
An organism, such as a rabbit or deer, that feeds more or less exclusively on green plants or their products, such as seeds and nuts.(Synonym: herbivore). |
primary treatment |
(πρωτοβάθμια επεξεργασία) Το στάδιο επεξεργασίας μετά την προεπεξεργασία των αστικών λυμάτων (preliminary treatment). Πραγματοποιείται με το πέρασμα των υγρών αποβλήτων από μια μεγάλη δεξαμενή (δεξαμενή καθίζησης), η οποία παρέχει μεγάλο χρόνο παραμονής στα υγρά απόβλητα ώστε προλαβαίνουν να κατακάθονται τα αιωρούμενα στερεά στον πυθμένα της δεξαμενής. Το οργανικό υλικό που κατακάθεται ονομάζεται ανεπεξέργαστη/ ακατέργαστη ιλύς (raw sludge).
The process that follows preliminary sewage treatment and that consists of passing the water very slowly through a large tank so that the particulate organic material can settle out. The settled material is raw sludge. |
producers |
(παραγωγοί) Σε ένα οικοσύστημα παραγωγοί είναι οι οργανισμοί εκείνοι (κυρίως τα πράσινα φυτά) οι οποίοι αξιοποιούν την ενέργεια του ορατού φάσματος της ηλιακής ακτινοβολίας χρησιμοποιώντας ανόργανες ενώσεις για να συνθέσουν τα οργανικά συστατικά που χρειάζονται.
In an ecosystem, those organisms (mostly green plants) which use light energy to construct their organic constituents from inorganic compounds. |
protein |
(πρωτεΐνη) Οργανικά μακρομόρια που αποτελούνται από αμινοξέα? είναι τα κύρια δομικά συστατικά όλων των ζωικών ιστών, καθώς επίσης και των ενζύμων τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα.
Organic macromolecules made up of amino acids; the major structural component of all animal tissues, as well as enzymes in both plants and animals. |