yam |
(ίγναμο) Οποιαδήποτε από τα πολυάριθμα κυρίως τροπικά είδη αμπέλου του γένους Dioscorea, πολλά από τα οποία έχουν βρώσιμες κονδυλώδεις ρίζες? η πλούσια σε άμυλο ρίζα όλων αυτών των ειδών της αμπέλου χρησιμοποιείται στις τροπικές περιοχές ως τροφή.
Any of numerous chiefly tropical vines of the genus Dioscorea, many of which have edible tuberous roots; the starchy root of any of these plants, used in the tropics as food. |