dam |
(φράγμα) Μια τεχνητή κατασκευή που ορθώνεται κάθετα και/ή κατά μήκος ενός ποταμού ή άλλης μάζας νερού με στόχο να αποθηκεύσει νερό, να ελέγξει ή να αλλάξει τη ροή του νερού για συγκεκριμένους λόγους.
An engineering structure erected across and/or along a river or other mass of water to retain, control or divert the flow for specific purposes. |
DDT |
Το πρώτο και περισσότερο διαδεδομένο συνθετικό οργανικό παρασιτοκτόνο που ανήκει στην κατηγορία των χλωριομένων υδρογονανθράκων.
The first and most widely used of the synthetic organic pesticides belonging to the chlorinated hydrocarbon class. |
debris |
(φερτές ύλες) Τα προϊόντα της διάβρωσης, π.χ. (και τυπικά) το έδαφος, η άμμος, η άργιλος, το αμμοχάλικο και πέτρες που μεταφέρονται από χείμαρρους και αποθέτονται σαν ίζημα, π.χ. σε παγετωνικές αλουβιακές αποθέσεις (outwash fans) ή σε πεδινές εκτάσεις που πλημμυρίζουν, επίσης κάτω σε απόκρημνες πλαγιές ως σάρα.
The material products of erosion, e.g. (and typically) the soil, sand, clay, gravel and rocks brought down watercourses and deposited as sediment, e.g. in outwash fans or as flood plains; also down slopes as a scree. |
deciduous tree |
(φυλλοβόλο δέντρο) Ένα δέντρο του οποίου τα φύλλα πέφτουν στο τέλος της αυξητικής περιόδου.
A tree whose leaves are falling off or shed at the end of the growing period. |
decomposers |
(αποδομητές) Οργανισμοί των οποίων η μεταβολική δραστηριότητα οδηγεί στην αποσύνθεση ή στο σάπισμα (σήψη) της οργανικής ύλης. Οι κύριοι αποδομητές είναι οι μύκητες και τα βακτήρια.
Organisms whose feeding action results in decay or rotting of organic material. The primary decomposers are fungi and bacteria. |
deforestation |
(αποδάσωση) Η διαδικασία της αποψίλωσης δέντρων και άλλης βλάστησης που καλύπτουν το έδαφος, οδηγώντας στην διάβρωση του εδάφους και την μείωση της γονιμότητας του τελευταίου.
The process of removing trees and other vegetation covering the soil, leading to erosion and loss of soil fertility. |
dehumidifier |
(αφυγραντήρας) Ένας ψύκτης αέρος ή μια συσκευή απορρόφησης ή προσρόφησης για την μείωση της υγρασίας του αέρα.
An air cooler, or an absorption or adsorption device for lowering the moisture content of air. |
desert |
(έρημος) Μια περιοχή με πολύ μικρή βροχόπτωση, έντονη ξηρασία, εξαιρετικά αραιή βλάστηση, αμμώδη μη καλλιεργήσιμα εδάφη και αραιό πληθυσμό.
A region of very poor rainfall, very high dryness (WMO dryness rate above 10), extremely poor vegetation, loose sandy non-arable land and scarce population. |
desertification |
(ερημοποίηση) Ο σχηματισμός και η επέκταση εκτάσεων με υποβαθμισμένα εδάφη και περιορισμένη φυτοκάλυψη σε ξηρές, ημίξηρες και εποχιακά ξηρές περιοχές, που προκαλείται από ανθρώπινες δραστηριότητες σε συνδυασμό με τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στις περιοχές αυτές.
The formation and expansion of degraded areas of soil and vegetation cover in arid, semiarid, and seasonally dry areas, caused by climatic variations and human activities. |
detergent |
(απορρυπαντικό) Μια χημική τασιενεργή (επιφανειοδραστική) ουσία που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση των λιπών και ακαθαρσιών από επιφάνειες. Χρησιμοποιείται σε μορφή σπρέι στην απορρύπανση θαλάσσιων περιοχών από πετρελαιοκηλίδες καθώς τα μόρια του απορρυπαντικού διασπούν το στρώμα λαδιού που έχει σχηματιστεί στην επιφάνεια του νερού σε μικρότερα σταγονίδια λαδιού. Έτσι επιταχύνεται η αραίωση και διασπορά των ρύπων και μειώνεται η μειώνεται ο κίνδυνος μαζικής μεταφοράς των πετρελαιοκηλίδων στις ακτές.
A chemical surfactant agent that is used for removing grease and dirt from surfaces. Used in marine pollution control as a spray to break up oil slicks into small globules to increase the speed on dispersion. |
detritus |
(νεκρή οργανική ύλη) Η νεκρή οργανική ύλη, όπως τα πεσμένα φύλλα και κλαδιά και άλλα φυτικά και ζωικά υπολείμματα που υπάρχουν στο οικοσύστημα.
The dead organic matter, such as fallen leaves, twigs, and other plant and animal wastes, that exists in any ecosystem. |
detritus feeders |
(σαπροφυτικοί οργανισμοί) Οργανισμοί όπως οι τερμίτες, οι μύκητες και τα βακτήρια, οι οποίοι αποκτούν τα θρεπτικά και την ενέργειά τους τρεφόμενοι με νεκρή οργανική ύλη (dead organic matter).
Organisms such as termites, fungi, and bacteria that obtain their nutrients and energy mainly by feeding on dead organic matter. |
dew |
(δρόσος) Η απόθεση υδροσταγόνων πάνω σε κρύες επιφάνειες (χλόη, φύλλα δέντρων, κλπ.) που προκαλείται από την συμπύκνωση των υδρατμών του περιβάλλοντος αέρα. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται γενικά τη νύχτα όπου το έδαφος ψύχεται. Συνθήκες που ευνοούν το σχηματισμό της δρόσου είναι: α) ανέφελος ουρανός κατά τη νύχτα, β) άπνοια ή υποπνέον άνεμος και γ) μεγάλη τιμή της σχετικής υγρασίας των παρεδάφιων στρωμάτων του αέρα.
A deposit of water droplets on cold surfaces formed by the condensation of water vapour from the surrounding air. |
dioxins |
(διοξίνες) Συνθετικές χημικές οργανικές ενώσεις της ομάδας των χλωριωμένων υδρογονανθράκων. Είναι από τις πιο τοξικές ενώσεις και έχουν πολλές επιβλαβείς επιπτώσεις συμπεριλαμβανομένου των καρκινογενέσεων και των τερατογενέσεων.
A synthetic organic chemical of the chlorinated hydrocarbon class. Dioxin is one of the most toxic compounds known to humans, having many harmful effects, including carcinogenic and teratogenic effects. |
disinfection |
(απολύμανση) Η θανάτωση (σε αντίθεση με την απομάκρυνση ή αφαίρεση) μικροοργανισμών που βρίσκονται στο νερό ή σε άλλα μέσα (π.χ. χειρουργικά εργαλεία, σε τρόφιμα, κλπ.) ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος της μόλυνσης και κατά συνέπεια η επιβάρυνση της υγείας. Για παράδειγμα, η χλωρίνη χρησιμοποιείται συχνά για την απολύμανση του νερού ύδρευσης.
The killing (as opposed to removal) of microorganisms in water or other media where they might otherwise pose a health threat. For example, chlorine is commonly used to disinfect water supplies. |