ecosystem |
(οικοσύστημα) Μια συνάθροιση φυτών, ζώων και άλλων οργανισμών που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούν αυτή τη συνάθροιση σε απεριόριστο χρόνο. Τα οικοσυστήματα έχουν χαρακτηριστικές μορφές όπως οι έρημοι, οι λειμώνες της εύκρατης ζώνης, η τούνδρα, τα δάση φυλλοβόλων δέντρων και τα τροπικά δάση βροχής.
A grouping of plants, animals, and other organisms interacting with each other and with their environment in such a way as to perpetuate the grouping more or less indefinitely. Ecosystems have characteristic forms, such as deserts, grasslands, tundra, deciduous forests, and tropical rain forests. |
ecosystem capital |
(το κεφάλαιο του οικοσυστήματος) Είναι το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν από τα φυσικά και τα διαχειριζόμενα οικοσυστήματα, και τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση και την ευημερία του ανθρώπου.
One of the major integrative themes of the book this is the sum of goods and services provided by natural and managed ecosystems, free of charge and essential to human life and well-being. |
ecotone |
(οικοτόνος) Μια μεταβατική ζώνη μεταξύ δύο γειτονικών οικοσυστημάτων που περιέχει μερικά από τα είδη και τα χαρακτηριστικά του καθενός από τα δύο οικοσυστήματα και επίσης συγκεκριμένα είδη που δεν υπάρχουν στα προηγούμενα οικοσυστήματα.
A transitional region between two adjacent ecosystems that contains some of the species and characteristics of each one and also certain species of its own. |
ecotourism |
(οικοτουρισμός) Οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην προώθηση τουριστικών προορισμών σε περιοχές με οικολογικό ενδιαφέρον.
The enterprises involved in promoting tourism of unusual or interesting ecological sites. |
electromagnetic wave |
(ηλεκτρομαγνητικό κύμα) Κύμα που χαρακτηρίζεται από μεταβολές των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων.
Wave characterised by variations of the electric and magnetic fields. |
energy source |
(πηγή ενέργειας) Η κύρια πηγή που παρέχει την ενέργεια που μετατρέπεται σε ηλεκτρισμό μέσω χημικής, μηχανικής ή άλλου είδους μετατροπής.
The primary source that provides the power that is converted to electricity through chemical, mechanical or other means. |
enrichment |
(εμπλουτισμός) Αναφορικά με την πυρηνική ενέργεια, ο εμπλουτισμός δηλώνει τον διαχωρισμό και την συγκέντρωση του σχάσιμου ραδιενεργού στοιχείου Ουρανίου (uranium-235), για την παραγωγή ενός πυρηνικού καυσίμου, σε κατάλληλες ποσότητες, ώστε να συντηρείται μια αλυσιδωτή αντίδραση.
With reference to nuclear power, the separation and concentration of uranium-235 so that, in suitable quantities, it will sustain a chain reaction. |
environment |
(περιβάλλον) Το σύνολο των συνθηκών όπως το κλίμα, το νερό και το έδαφος στις οποίες ζει και αναπτύσσεται ένας οργανισμός ή ένας πληθυσμός.
The combination of all things and factors external to the individual or population of organisms in question. |
enzyme |
(ένζυμο) Οργανική ουσία που παράγεται από ζωντανά κύτταρα? έχει την ιδιότητα να ενεργοποιεί και να ρυθμίζει συγκεκριμένες χημικές αντιδράσεις μέσα και έξω από τα κύτταρα, χωρίς η ίδια να αλλάζει χημική σύσταση και δομή.
Organic substance produced by living cells; it has the property of causing and regulating specific chemical reactions inside or outside living cells, without itself undergoing any change in its chemical structure. |
epiphytes |
(επίφυτα) Εναέρια φυτά, μη παρασιτικά, τα οποία χρησιμοποιούν τη στήριξη άλλων δέντρων για να βρεθούν πιο κοντά στο φως. Είναι χαρακτηριστικό της βλάστησης του τροπικού δάσους όπου ο ανταγωνισμός για το φως είναι πολύ μεγάλος.
Air plants that are not parasitic, but that “perch” on the branches of trees, where they can get adequate light. |
wind erosion |
(αιολική διάβρωση) Αποκόλληση, μεταφορά και απόθεση επιφανειακού εδάφους μέσω της δράσης του ανέμου, ειδικά σε αμμοθύελλες σε ξηρές και ημίξηρες περιοχές όπου δεν υπάρχει επαρκής φυτοκάλυψη ή έχει αφαιρεθεί η τελευταία? Ξήρανση και ξύσιμο του εδάφους εξαιτίας της δράσης των ανέμων.
Detachment, transportation and deposition of loose topsoil by wind action, especially in dust storms in arid or semiarid regions where a protective mat of vegetation is inadequate or has been removed; Dehydration and abrasion of the soil due to the action of winds. |
estuary |
(εκβολή ποταμού, δέλτα ποταμού) Περιοχή ενός κόλπου ή ενός ποταμού όπου από το ένα άκρο βρέχεται από θάλασσα, ενώ από το άλλο άκρο (της στεριάς) δέχεται γλυκό νερό. Στην εκβολή, το θαλασσινό νερό αναμιγνύεται με το γλυκό νερό οπότε προκύπτει υφάλμυρο νερό.
A bay or river system open to the ocean at one end and receiving fresh water at the other. In the estuary, fresh and salt water mix, producing brackish water. |
eutrophic |
(ευτροφικό) Χαρακτηρίζει ένα υδατικό οικοσύστημα πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία που διακρίνεται από την μεγάλη αύξηση του πληθυσμού αλγών ή άλλων φυκών στην επιφάνεια του νερού. Τα βαθιά ευτροφικά νερά έχουν πολύ μικρή η μηδαμινή συγκέντρωση διαλυμένου οξυγόνου.
Characterized by nutrient-rich water supporting an abundant growth of algae or other aquatic plants at the living surface. Deep eutrophic water has little or no dissolved oxygen. |
eutrophication |
(ευτροφισμός) Η διαδικασία με την οποία ένα υδατικό οικοσύστημα γίνεται ευτροφικό. Βλέπε επίσης ευτροφικό (eutrophic).
The process of becoming eutrophic. See also eutrophic. |
evaporation |
(εξάτμιση) Διαδικασία όπου μόρια μεταφέρονται από την υγρή φάση στην αέρια φάση όπως, για παράδειγμα, όταν το νερό εξατμίζεται και σχηματίζονται οι υδρατμοί. Το αντίθετο της εξάτμισης είναι η συμπύκνωση (condensation).
Process whereby molecules leave the liquid state and enter the vapor or gaseous state as, for example, when water evaporates to form water vapor. Opposite: condensation. |
evapotranspiration |
(εξατμισοδιαπνοή) Ο συνδυασμός της εξάτμισης και της διαπνοής κατά την οποία μεταφέρεται νερό στην ατμόσφαιρα με τη μορφή υδρατμών. Η απώλεια του νερού από εξατμισοδιαπνοή γίνεται τόσο από το έδαφος (μέσω της εξάτμισης) όσο και από τα φυτά (βλέπε διαπνοή - transpiration).
The combination of evaporation and transpiration that restores water to the atmosphere. |
evergreen |
(αειθαλή) Πολυετή φυτά που διατηρούν πάντοτε πράσινο φύλλωμα.
Perennial plants that are never entirely without green foliage. |
exotic species |
(ξενικό είδος) Ένα είδος που εισάγεται σε μια γεωγραφική περιοχή στην οποία δεν είναι αυτόχθονο (ενδημικό).
A species introduced into a geographical area to which it is not native. |
extinction |
(εξαφάνιση) Ο θάνατος όλων των ατόμων ενός συγκεκριμένου είδους. Όταν συμβαίνει αυτό, όλα τα γονίδια αυτού του είδους χάνονται για πάντα.
The death of all individuals of a particular species. When this occurs, all the genes of that particular line are lost forever. |